- ἔφαμμα
- ἔφαμμαneut nom/voc/acc sgἔφαμμοςsandyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφαμμα — ἔφαμμα, ατος, τὸ (Α) [εφάπτομαι] ἐφαπτίς*, είδος στρατιωτικού επενδύτη, πανωφοριού … Dictionary of Greek
ἐφάμμασι — ἔφαμμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμμασιν — ἔφαμμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαμματίζω — ἐφαμματίζω (Α) [έφαμμα] προσδένω, δένω μαζί, συνδέω … Dictionary of Greek